- τυπικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τύπους, που γίνεται σύμφωνα με αυτούς: Τυπική επίσκεψη.2. που αναφέρεται στον τύπο, δηλ. στην εξωτερική μορφή και όχι στην ουσία: Τυπικές διαπραγματεύσεις.3. που επιβάλλεται από συνήθεια ή από κάποιο κανονισμό: Τυπικές φιλοφρονήσεις.4. που αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα μιας ομάδας: Τα λοξά μάτια είναι το τυπικό γνώρισμα της κίτρινης φυλής.5. που συμμορφώνεται προς τους τύπους, που είναι των τύπων, προσηλωμένος στην τήρηση των τύπων, ψυχρός, όχι διαχυτικός: Είπαμε μιατυπική καλημέρα.6. το ουδ. ως ουσ., τυπικό, το (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.